αυτόδιον

αυτόδιον
αὐτόδιον επίρρ. (Α)
ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. *αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί ψίλωση. Σύμφωνα όμως με άλλη υπόθεση, η λ. προέρχεται από *αυτοδιFον, με αναγωγή στο αυτ-ήμαρ «την ίδια μέρα» και στο αρχ. ινδ. sa-divah «ευθύς, αμέσως», του οποίου το β' συνθετικό εμφανίζει θ. div- (πρβλ. Ζευς, λατ. diēs «ημέρα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐτόδιον — straightway indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδόδιον — ὀγδόδιον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θυσία παρὰ Ἀθηναίοις τελουμένη Θησεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ὀγδοαῖον (βλ. λ. ὀγδοαῖος). Κατ άλλους, πρόκειται για συνθ. (βλ. αυτόδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”